Τρίτη, 19 Ιανουαρίου 2010
Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος
Απ’ ό,τι βλέπω στο τύπο όλοι οι Έλληνες μικροί και μεγάλοι, κάτοικοι των πόλεων και των χωριών, μορφωμένοι και αγράμματοι συνεχίζουν να παίζουν το ίδιο βιολί που έπαιζαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ανυποψίαστος του τι γίνεται γύρω του συνεχίζει να «γυρεύει τα αγύρευτα.» Μια γρήγορη ματιά στο τύπο θα πείσει το κάθε Έλληνα ότι η Ελλάδα είναι ταπί που λένε οι μάγκες. Και απ’ ό,τι θυμόμαστε από το γυμνάσιο τότε που κάναμε αρχαία ελληνικά μάθαμε κάτι πολύ σοφό «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.» Και επειδή πολύς κόσμος δεν ασχολείται πλέον με τα αρχαία ελληνικά θα το πω όπως το έθεσε η μακαρίτισσα η μάνα μου που δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο όταν της είπα ότι θα κάνω μήνυση τον φτωχό τσομπάνη που έβαλε το λίγα του ζώα μέσα στο κτήμα μου και χάλασαν τα δέντρα «Μμμ πιάς του ξυπόλτου και πάρει τα παπούτσια ‘τ.» Ο φουκαράς ο κτηνοτρόφος είχε όλα κι’ όλα 30-40 πρόβατα.
Σήμερα η Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει ζα που να παράγουν αλλά πρέπει να πληρώσει τα «σπασμένα» από τα ατέλειωτα ξεφαντώματα του παρελθόντος. Αλλά οι σημερινοί πολίτες «αγρόν αγοράζουν.» Είναι τρόπος του λέγειν για να περιγράψει την συμπεριφορά κάποιου που φαίνεται να είναι εντελώς φευγάτος από την πραγματικότητα. Το κακό είναι ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν αγοράζουν αγρόν αλλά πουλάν αγρούς. Κάθε καλοκαίρι ακούω του συμπατριώτες μου να παραπονιόνται ότι δεν τους χειρίζεται η κυβέρνηση όπως κάνουν οι βόρειες χώρες της ΕΕ. Το σύνηθες παράδειγμα είναι η Γερμανία. Αυτό που δεν ξέρουν οι συμπατριώτες μου είναι ότι είναι πολύ τυχεροί που τους μεταχειρίζεται η κυβέρνηση όπως κάνει η Γερμανία τους δικούς της.
Οι Γερμανοί εργάτες περνούν «μαύρες μέρες» τα τελευταία δέκα χρόνια. Πολλοί «δουλεύουν» τρεις μήνες και κάθονται τρεις μήνες. Οι περισσότεροι έχουν μηνιαίες συντάξεις μεταξύ 840 και 1200 ευρώ. Η Γερμανία για να μην χάσει την ανταγωνιστικότητα της και τη πρωτεύουσα θέση στις εξαγωγές προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει το κόστος εργασίας χαμηλό για να αντισταθμίσει το ισχυρό ευρώ. Σε πρόσφατη συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στις 16/1/10 στα ΝΕΑ οι ίδιοι οι Γερμανοί ρίχνουν ευθύνες στις πολιτικές που ακολούθησε η χώρα τους. «Την ευθύνη της Γερμανίας για την κρίση της Ελλάδας υπογραμμίζει ο Γερμανός Χάινερ Φλάσμπεκ, κορυφαίος οικονομολόγος της Διαρκούς Συνόδου του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη UΝCΤΑD που εδρεύει στη Γενεύη...Δεν είναι καθαρά ελληνικό πρόβλημα, είναι γενικότερο πρόβλημα για χώρες όπως Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, ακόμα και Γαλλία». Και το πρόβλημα αυτό, κατά τον κορυφαίο οικονομολόγο της UΝCΤΑD, έχει μία αιτία: «Την έντονη συμπίεση (ντάμπινγκ) των μισθών που ακολούθησε η Γερμανία στο πλαίσιο της ευρωζώνης». Η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει το ντάμπινγκ στους μισθούς, γιατί «θα διαλύσει την ΟΝΕ», λέει ο Φλάσμπεκ.
Τώρα, η έγκυρη εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Ζeit» στο τελευταίο της πρωτοσέλιδο που κοσμεί τη σημαία της Ελλάδας με τη σφραγίδα «πτώχευση», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το «ντόμινο για τον δρόμο της χρεοκοπίας που πήραν Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία δεν άρχισε από τις εκθέσεις του οίκου αξιολόγησης Fitch στο Λονδίνο, αλλά από τους μισθούς των επιχειρήσεων στη Γερμανία». Ο Χ. Φλάσμπεκ τονίζει ότι με τον τρόπο αυτό «η Γερμανία απέσπασε τεράστια πλεονεκτήματα μέσα στην ευρωζώνη έναντι κυρίως των χωρών του Νότου και κυρίως έναντι της Ελλάδας». Θα έπρεπε και η Γερμανία να ακολουθήσει τον γενικό κανόνα στην εξέλιξη των μισθών, στον οποίο οικοδομήθηκε η ΟΝΕ, και περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Μάαστριχ: 2% πληθωρισμός συν το εθνικό ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας. Ο κανόνας αυτός «αγνοήθηκε πλήρως από τη Γερμανία».
Αποκαλυπτικά είναι τα αποτελέσματα μεγάλης έρευνας που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα το περιοδικό «Stern». Η έρευνα δείχνει ότι στα μισά από τα 100 συνήθη επαγγέλματα στη Γερμανία, οι μισθοί είναι χαμηλότεροι απ΄ ό,τι το 1990, αν υπολογιστεί και το ποσοστό πληθωρισμού μέχρι σήμερα («Stern» 2/2010). Αντιστρέφει δε το επιχείρημα ότι «θα πληρώσουν οι Γερμανοί τα σπασμένα για τους σπάταλους Έλληνες», τονίζοντας ότι «όσο δεν επιτρέπεται να ζει μια χώρα πάνω από τις δυνατότητές της άλλο τόσο δεν επιτρέπεται να ζει και κάτω από τις δυνατότητές της, όταν έχεις ένα κοινό νόμισμα». Και η Γερμανία αυτό ακριβώς έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Οι Γερμανοί ζούσαν και συνεχίζουν ζουν «κάτω από τις δυνατότητές τους.» Οι Έλληνες από την άλλη μεριά ζούσαν και συνεχίζουν να θέλουν να ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Αυτή είναι η διαφορά που ο Έλληνας είτε δεν καταλαβαίνει είτε δεν θέλει να καταλάβει. Το πρώτο πράγμα που σοκάρει τον Γερμανό τουρίστα, όταν η Ελλάδα είχε τέτοιους, είναι ο αριθμός των πιάτων σε ένα τραπέζι μιας παρέας που βγήκε έξω «να τσιμπήσει κάτι.» Το πρώτο πράγμα που με σοκάρισε όταν πήγα στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Χρυσού Αιώνα του Wirtschaftswunder του Οικονομικού Θαύματος στη δεκαετία του 1960 ήταν η λιτότητά τους. Θυμάμαι συγκεκριμένα τον τότε υπουργό οικονομικών Gerhard, Der Dicke, ο χοντρός, να ζητάει από τους συμπατριώτες του να «Mass Halten» συγκρατηθείτε. Παράλληλα ο Καγκελάριος Andenauer, Der Alte, ο γέρος, να υπαγορεύει στους επιχειρηματίες «Wir Muessen auf das Made In Deutchland aufpassen» πρέπει να προσέχουμε την ποιότητα το «Κατασκευάστηκε στη Γερμανία.» Και ο κόσμος άκουγε και υπάκουγε!
Ο συνάδελφος μου στο λιμάνι του Αμβούργου όταν έμενε από τσιγάρα μου έδινε δέκα φένιξ να του δώσω ένα τσιγάρο. Όταν το βράδυ βγαίναμε για φαγητό και καμιά μπίρα έβλεπε κανείς ένα πιάτο μπροστά από κάθε ένα άτομο. Μια βόλτα στο σουπερμάρκετ συναντούσε κανείς νοικοκυρές με ένα κομπιουτεράκι στο χέρι να αθροίζουν τις αγορές τους και να συγκρίνουν τις τιμές με αυτές της προηγούμενης εβδομάδας. Η τελευταία μου επίσκεψη στη Γερμανία τον Μάρτιο του 2009 επιβεβαίωσε την γνώμη που σχημάτισα πριν 46 χρόνια όταν πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές το 1963. Μάλιστα βρήκα τους σημερινούς Γερμανούς πολύ πιο «σφιχτούς.» Το ευρώ το αποκαλούν Τοϊρο από τη Γερμανική λέξη teuer ακριβό. Τα ψώνια του έχουν περικοπεί. Οι διακοπές τους έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί. «Έχουμε σφίξει τα λουριά μας αρκετά. Η ζωή έχει γίνει τρομερά ακριβή...» τόνισε ο φίλος που μας φιλοξενούσε.
Φυσικά αυτά ακούγονται στα αυτιά των Ελλήνων ιστορίες για αγρίους. Ο Έλληνας «ντρέπεται» να παραγγείλει μια μερίδα φαγητού. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι σχεδόν τα μισά από τα φαγητά που μια παρέα παραγγέλνει για να πιουν μια ρετσινούλα καταλήγουν στα σκουπίδια. Κάθε πρόταση να παραγγείλουμε λιγότερα συναντιέται με «Μα τι τσιγκούνης που είσαι...η φτώχια θέλει καλοπέραση...» Η φράση «κάνε οικονομία» είναι ανύπαρκτη στο λεξιλόγιο του Έλληνα. Ακριβά αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, σπίτια, ουίσκι και διακοπές σε εξωτικά μέρη είναι επιθυμίες στις οποίες δεν μπορεί να αντισταθεί ο Έλληνας. Κι’ όμως αλίμονο πρέπει το κάνει αν θέλει να περπατάει με το κεφάλι ψηλά!
Saturday, January 23, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment